- τριακοσίας
- τριᾱκοσίᾱς , τριακόσιοιthree hundredfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CAPELLINA — vox recentioris aevi, occutrit in Vita B. Iustinae de Aretio num. 3. ac significat festum precatoriorum globulorum, vulgo Rosarium, German. Rosenkrantz, Italis Capellina, Chapellet Gallis, quô in Communione Romana Deiparam salutare mos est.… … Hofmann J. Lexicon universale
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
διαχρώμαι — διαχρῶμαι ( άομαι) (αποθ.) (AM) αρχ. μσν. (με αιτ.) θανατώνω, φονεύω αρχ. 1. μεταχειρίζομαι συνεχώς, συνήθως 2. λέω την αλήθεια 3. (σπάν. στους Αττ.) «λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῶμαι» μεταχειρίζομαι την πείνα σαν καρύκευμα 4. (σε παθητικές καταστάσεις) … Dictionary of Greek
προσομολογώ — έω, Α 1. ομολογώ, παραδέχομαι κάτι ακόμη 2. αναγνωρίζω επίσης ότι... («προσωμολόγουν ἀληθῆ εἶναι πάντα», Δημοσθ.) 3. αναγνωρίζω επιπρόσθετη οφειλή («τούτῳ προσομολογήσαι τριακοσίας δραχμάς», Ισοκρ.) 4. συμφωνώ επίσης («οὐδεὶς ὅστις οὐκ ἂν… … Dictionary of Greek